-
1 уклон
-а α.1. επικλινές μέρος, πλαγιά• κατωφέρεια• κατήφορος•катиться под -ом κυλιέμαι στον κατήφορο.
2. κλίση, γέρμα•уклон мачты η κλίση του καταρτιού•
уклон столба η κλίση του στύλου.
3. απόκλιση•уклон в ту и другую сторону κλίση προς τη μιά και την άλλη πλευρά.
4. μτφ. παρέκκλιση, απομάκρυνση (από τα καθιερωμένα)•правый уклон δεξιά παρέκκλιση•
левый уклон αριστερή παρέκκλιση•
борьба с -ами в партии πάλη ενάντια στις παρεκκλίσεις στο κόμμα.
5. μτφ. τάση, κλίση• κατεύθυνση• προορισμός•спортивные игры с военным -ом αθλοπαιδιές με περιεχόμενο στρατιωτικής εκπαίδευσης.
εκφρ.под уклон идти ή направиться – πηγαίνω τον κατήφορο, κατηφορίζω. -
2 склониость
склон||иостьж ἡ τάση [-ις], ἡ κλίση [-ις], ἡ ροπή/ ἡ συμπάθεια (κ кому-л.):\склониость κ полноте ἡ τάση γιά νά παχύνει· \склониость к нау́-ке κλίση στήν ἐπιστήμη· питать \склониость а) ἔχω κλίση σέ κάτι (κ чему-л.), б) αἰσθάνομαι συμπάθεια γιά κάποιον (к кому· либо). -
3 уклон
уклонм1. (покатость) ἡ κλίση [-ις], ἡ πλαγιά, ἡ κατωφέρεια/ ἡ ἀπόκλιση (отклонение):катиться под \уклон прям., перен κατρακυλώ, παίρνω τόν κατήφορο·2. (специализация) ἡ κλίση [-ις], ἡ τάση [-ις]:шко́ла с техническим \уклоном ἡ σχολή μέ τεχνικήν κλίση·3. полит ἡ παρέκκλιση[-ις]:правый \уклон ἡ δεξιά παρέκκλιση· левый \уклон ἡ ἀριστερή παρέκκλιση. -
4 склонение
-я ουδ.1. κλίση, κάμψη, γέρμα• σκύψιμο. || μτφ. στροφή• πέρασμα, γύρισμα(με το μέρος άλλου).2. (γραμμ.) κλίση•склонение су-ществителных и прилагательных κλίση ουσιαστικών και επιθέτων•
существительные второго склонения ουσιαστικά δεύτερης κλίσης.
3. απόκλιση•магнитное склонение μαγνητική απόκλιση•
склонение светила απόκλιση αστεριού.
-
5 вираж
1. (поворот) η στροφή 2. ав. η οριζόντια στροφή 360° - глубокий - με κλίση πάνω από 45°Русско-греческий словарь научных и технических терминов > вираж
-
6 разворот
1. ав. η στροφ/ήдвойной восходящий - δύο συνεχόμενες - ες διαφορετικής διεύθυνσης με άνοδο και περιστροφήкрутой - κλειστή -, απότομη -(правильный вираж) οριζόντια - 360° με σταθερή ταχύτητα και κλίση2. (листа, обложки и т.п.) το άνοιγμαна - е στην εσωτερική πλευρά.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > разворот
-
7 склонение
1. астр. η κλίση, η απόκλιση, η παρέκλισηмагнитное - физ. μαγνητική -2. (грам) η κλίσηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > склонение
-
8 склонение
-
9 склонность
-
10 спряжение
-
11 вкус
вкусм1. (ощущение) ἡ γεύση [-ις], ἡ οὐσία, ἡ νοστιμάδα:приятный на \вкус εὐχάριστος στή γεύση· пробовать на \вкус δοκιμάζω τή γεύση· без \вкуса ἀνοστος·2. (чувство изящного) τό γούστο, ἡ καλαισθησία, ἡ φιλοκαλία:плохой \вкус τό κακό γούστο, ἡ ἀκαλαισθησία· иметь хороший \вкус ἔχω καλό γούστο· быть одетым со \вкусом εἶμαι ντυμένος μέ γούστο·3. (склонность) ἡ ορεξη [-ις], τό γούστο, ἡ κλίση[-ις] (πρός), ἡ ἐπιθυμία:\вкус к поэзии ἡ κλίση πρός τήν ποίηση· это дело \вкуса εἶναι ζήτημα γούστου· на \вкус и на цвет товарищей нет посл. περί ὁρέξεως οὐδείς λόγος, ὁ καθ' ἕνας μέ τό γούστο του·4. (стиль, манера) τό στυλ, τό ϋφος, ἡ μανιέρα:это не в моем \вкусе αὐτό δέν εἶναι τοῦ γούστου μου· ◊ войти во \вкус γλυκαίνουμαι, ἀρχίζω νά νιώθω (или νά καταλαβαίνω), ἀρχίζει νά μου ἀρέσει κάτι. -
12 влечение
влечениес ἡ κλίση [-ις], ἡ τάση [-ις], ἡ ροπή:страстное \влечение τό πάθος· иметь \влечение κ чему-л. ἔχω κλίση γιά κάτι. -
13 наклонность
накло́нност||ьж1. ἡ ροπή, ἡ κλίση, ἡ τάση / ἡ ἐξις, ἡ συνήθεια (привычка):иметь \наклонностьи к чему́-л. ἔχω κλίση γιά κάτι, ἔχω τάση προς κάτι·2. \наклонностьи мн. οἱ ἐξεις, οἱ συνήθειες:дурные \наклонностьи οἱ κακές συνήθειες. -
14 призвание
призваниес1. ἡ κλίση [-ις], ἡ τάση [-ις]:\призвание к музыке ἡ κλίση στή μουσική·2. (роль, задача) ὁ προορισμός / ἡ ἀποστολή (миссия):высокое \призвание ὁ ὑψηλός προορισμός. -
15 тяга
тягаж1. (в трубе и т. п.) τό τράβηγμα, ὁ ἐλκυσμός:в печи́ хорошая \тяга ἡ θερμάστρα τραβάει καλά·2. (тянущая сила) ἡ ἐλξη [-ις], ἡ ἐλκυση [-ις]:конная \тяга ἡ ἔλξις δι· ἱππων3. перен (влечение) ἡ δἰψα, ἡ ἐπιθυμία/ ἡ κλίση [-ις] (склонность):\тяга к культуре (к образованию) ἡ δἰψα γιά πολιτισμό (γιά τά γράμματα)· \тяга к музыке ἡ κλίση γιά τή μουσική. -
16 вкус
-а α.1. γεύση•горький вкус πικρή γεύση•
кислый вкус ξυνή γεύση•
органы -а τα όργανα της γεύσης•
приятный вкус ευχάριστη γεύση•
пробовать на вкус γεύομαι, δοκιμάζω τη γεύση.
2. κλίση, τάση•вкус к поэзии κλίση στην ποίηση.
|| γούστο, αρέσκεια•на мой вкус κατά το γούστο μου•
он был одетым со вкусом ήταν ντυμένος με γούστο, γουστόζικα•
у нее хороший вкус αυτή είναι νόστιμη, -μούλα•
приобрести вкус αποκτώ καλή συνήθεια•
это дело -а αυτό είναι κατά το γούστο του καθενός.
3. τρόπος, στυλ•ваза в античном -е δοχείο αρχαίου στυλ.
εκφρ.о -ах не спорят – περί ορέξεως ουδείς λόγος•войти во вкус – ορέγομαι, επιδίδομαι, με πάθος•входить во вкус – αρχίζω να γεύομαι, να αισθάνομαι ικανοποίηση. -
17 влечение
-я ουδ.τράβηγμα, έλξη, κλίση, πάθος προς κάτι•влечение к математике κλίση στα μαθηματικά.
-
18 жуликоватый
επ., βρ: -ват, -а, -оλωπο-δύτικος•жуликоватый вид λωποδΰτικη όψη.
|| με λωποδύ-τικη κλίση•жуликоватый человек άνθρωπος με λωποδύτικη κλίση.
-
19 наклон
-
20 откос
-а α.1. πλαγιά, κλιτύς κλίση, κατωφέρεια•откос холма η πλαγιά του λόφου.
|| η πλευρική κλίση του όρόμου.2. επικλινές μέρος•оконный откос το επικλινές μέρος του παράθυρου.
3. πλαγιότητα, λοξότητα.εκφρ.пустить поезд под откос – εκτροχιάζω το τρένο στην πλαγιά.
См. также в других словарях:
κλίση — I (Αστρον.). Κ. τροχιάς ενός πλανήτη είναι η γωνία που σχηματίζει το επίπεδο της τροχιάς του με την τροχιά της Γης, δηλαδή την εκλειπτική. Από τους μεγάλους πλανήτες του ηλιακού μας συστήματος, ο Πλούτων έχει τη μεγαλύτερη κ. (17° 18’48’) και ο… … Dictionary of Greek
κλίση — η 1. μετάθεση από την κάθετη ή οριζόντια θέση στην πλάγια, λύγισμα, γέρσιμο: Οι στρατιώτες έκαναν κλίση της κεφαλής δεξιά. 2. σχηματισμός των τύπων κλιτού μέρους του λόγου: Να μας πεις την κλίση του ονόματος το κρέας. 3. ροπή: Έχει κλίση στη… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ευστάθεια — Στη ναυτική ορολογία είναι η ικανότητα ενός πλωτού μέσου ή σώματος που έχει καταδυθεί να επανέρχεται στην κανονική θέση ισορροπίας του όταν απομακρυνθεί από αυτή για μια οποιαδήποτε αιτία, όπως, για παράδειγμα, τα κύματα, οι μεταβολές και… … Dictionary of Greek
Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… … Dictionary of Greek
ποταμός — Στη φυσική γεωγραφία είναι υδάτινο ρεύμα, που χαρακτηρίζεται από μία σχετική συνέχεια και σταθερότητα τροφοδοσίας και με τομή κοίτης, γενικά, αρκετά ομαλή. Συνήθως αντιδιαστέλλεται από τον χείμαρρο, που έχει πιο ανώμαλους και απότομους… … Dictionary of Greek
πόταμος — Στη φυσική γεωγραφία είναι υδάτινο ρεύμα, που χαρακτηρίζεται από μία σχετική συνέχεια και σταθερότητα τροφοδοσίας και με τομή κοίτης, γενικά, αρκετά ομαλή. Συνήθως αντιδιαστέλλεται από τον χείμαρρο, που έχει πιο ανώμαλους και απότομους… … Dictionary of Greek
Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… … Dictionary of Greek
κεκλιμένο επίπεδο — Απλή μηχανή, που αποτελείται από ένα σταθερό επίπεδο, που σχηματίζει οξεία γωνία με μια οριζόντια επιφάνεια. Ένα σώμα τοποθετημένο πάνω στο κ.ε. κινείται από τη δράση της συνιστώσας του βάρους που είναι παράλληλη προς αυτό το επίπεδο ενώ η κάθετη … Dictionary of Greek
ισοκλινής — ές (Α ἰσοκλινής, ές) αυτός που έχει ίση κλίση, αυτός που κλίνει με όμοιο τρόπο προς όλες τις πλευρές, ισόρροπος νεοελλ. 1. φυσ. αυτός που παρουσιάζει την ίδια μαγνητική έγκλιση («ισοκλινείς γραμμές ή καμπύλες» γραμμές πάνω σε χάρτη οι οποίες… … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
Κρόνος — I Προελληνική θεότητα. Σύμφωνα με τη μυθολογία, ήταν ο νεότερος από τους Τιτάνες, γιος του Ουρανού και της Γαίας και πατέρας του Δία. Κατά τη Θεογονία του Ησίοδου, με προτροπή της Γαίας ευνούχισε τον πατέρα του και ανέλαβε ο ίδιος τη διακυβέρνηση … Dictionary of Greek